Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


toràce  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [toˈraʧe]

ο θώρακας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  torà toracentesi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

toppato (επίθ.)
toppè (ουσ αρσ )
toppete (επιφ.)
toppo (ουσ αρσ )
torà (θηλ.ουσ)
torace (ουσ αρσ )
toracentesi (θηλ.ουσ)
toracico (αρσ. επίθ και ουσ)
toracoplastica (θηλ.ουσ)
toracoscopia (θηλ.ουσ)
toracoscopio (ουσ αρσ )
toracotomia (θηλ.ουσ)
torba (θηλ.ουσ)
torbida (θηλ.ουσ)
torbidamente (επίρ.)
torbidezza (θηλ.ουσ)
torbido (επίθ.)
torbiera (θηλ.ουσ)
torboso (επίθ.)
torcente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---