Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtoracoscopìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [torakoskoˈpia] 1 θωρακοσκοπία 2 θωρακοσκόπηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |