Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tórba, tòrba  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtorba], [ˈtɔrba]

1 ποάνθρακας
2 τύρφη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  toracotomia torbida  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

toracico (αρσ. επίθ και ουσ)
toracoplastica (θηλ.ουσ)
toracoscopia (θηλ.ουσ)
toracoscopio (ουσ αρσ )
toracotomia (θηλ.ουσ)
torba (θηλ.ουσ)
torbida (θηλ.ουσ)
torbidamente (επίρ.)
torbidezza (θηλ.ουσ)
torbido (επίθ.)
torbiera (θηλ.ουσ)
torboso (επίθ.)
torcente (επίθ.)
torcere (ρ.αμτβ.)
torcere (ρ. μτβ.)
torcersi (ρ.μ. (αντων.))
torcetto (ουσ αρσ )
torchiare (ρ. μτβ.)
torchiatura (θηλ.ουσ)
torchietto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---