Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


torcétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [torˈʧetto]

1 λαμπάδα
2 πυρσός μικρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  torcersi torchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

torboso (επίθ.)
torcente (επίθ.)
torcere (ρ.αμτβ.)
torcere (ρ. μτβ.)
torcersi (ρ.μ. (αντων.))
torcetto (ουσ αρσ )
torchiare (ρ. μτβ.)
torchiatura (θηλ.ουσ)
torchietto (ουσ αρσ )
torchio (ουσ αρσ )
torcia (θηλ.ουσ)
torcicollo (ουσ αρσ )
torciera (θηλ.ουσ)
torciere (ουσ αρσ )
torciglione (ουσ αρσ )
torcimento (ουσ αρσ )
torcitoio (ουσ αρσ )
torcitore (αρσ. επίθ και ουσ)
torcitrice (θηλ.ουσ)
torcitura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---