Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtorcière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [torˈʧɛre] 1 λαμπαδηδρόμος 2 λαμπαδηφόρος 3 κηροπήγιο 4 πυρσοφόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |