Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tòrico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔriko]

1 ο του κάλυκα άνθους
2 σπειροειδής
3 ο της σπείρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  toreutica torinese  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tordo (ουσ αρσ )
toreare (ρ.αμτβ.)
torello (ουσ αρσ )
torero (ουσ αρσ )
toreutica (θηλ.ουσ)
torico (επίθ.)
torinese (ουσ αρσ )
torinese (επίθ.)
Torino (θηλ.ουσ)
torio (ουσ αρσ )
torite (θηλ.ουσ)
torma (θηλ.ουσ)
tormalina (θηλ.ουσ)
tormenta (θηλ.ουσ)
tormentare (ρ. μτβ.)
tormentarsi (ρ.μ. (αντων.))
tormentato (αρσ. επίθ και ουσ)
tormentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
tormentina (θηλ.ουσ)
tormento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---