Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtórma, tòrma
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈtorma], [ˈtɔrma] 1 πλήθος 2 κοσμοσυρροή 3 αγέλη 4 όχλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |