Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtornacónto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tornaˈkonto] 1 ευεργέτημα 2 αβαντάζ 3 όφελος 4 πλεονέκτημα 5 συμφέρον 6 κέρδος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |