Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tornàdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [torˈnado]

1 ανεμορούφουλας
2 ανεμοδούρα
3 δρόλαπας
4 τυφώνας
5 δρολάπι
6 λαίλαπα
7 ανεμοστρόβιλος
8 λαίλαπας
9 ρούφουλας
10 σίφουνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tornaconto tornante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tormentina (θηλ.ουσ)
tormento (ουσ αρσ )
tormentosamente (επίρ.)
tormentoso (επίθ.)
tornaconto (ουσ αρσ )
tornado (ουσ αρσ )
tornante (ουσ αρσ )
tornare (ρ.αμτβ.)
tornare (ρ. μτβ.)
tornasole (ουσ αρσ )
tornata (θηλ.ουσ)
torneare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tornella (θηλ.ουσ)
tornello (ουσ αρσ )
torneo (ουσ αρσ )
tornese (ουσ αρσ )
tornietto (ουσ αρσ )
tornio (ουσ αρσ )
tornire (ρ. μτβ.)
tornito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---