Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


torménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [torˈmento]

1 μαρτυρία
2 παίδεψη
3 ταλαιπωρία
4 μαρτύριο
5 βασανιστήριο
6 βάσανο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tormentina tormentosamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mi ha dato tormento = μου 'ψησε το ψάρι στα χείλη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tormentare (ρ. μτβ.)
tormentarsi (ρ.μ. (αντων.))
tormentato (αρσ. επίθ και ουσ)
tormentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
tormentina (θηλ.ουσ)
tormento (ουσ αρσ )
tormentosamente (επίρ.)
tormentoso (επίθ.)
tornaconto (ουσ αρσ )
tornado (ουσ αρσ )
tornante (ουσ αρσ )
tornare (ρ.αμτβ.)
tornare (ρ. μτβ.)
tornasole (ουσ αρσ )
tornata (θηλ.ουσ)
torneare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tornella (θηλ.ουσ)
tornello (ουσ αρσ )
torneo (ουσ αρσ )
tornese (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---