Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tormentóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tormenˈtoso], [tormenˈtozo]

1 οχληρός
2 επαχθής
3 επώδυνος
4 οδυνηρός
5 τυραννικός
6 βασανιστικός
7 δεσποτικός
8 ενοχλητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tormentosamente tornaconto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tormentato (αρσ. επίθ και ουσ)
tormentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
tormentina (θηλ.ουσ)
tormento (ουσ αρσ )
tormentosamente (επίρ.)
tormentoso (επίθ.)
tornaconto (ουσ αρσ )
tornado (ουσ αρσ )
tornante (ουσ αρσ )
tornare (ρ.αμτβ.)
tornare (ρ. μτβ.)
tornasole (ουσ αρσ )
tornata (θηλ.ουσ)
torneare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tornella (θηλ.ουσ)
tornello (ουσ αρσ )
torneo (ουσ αρσ )
tornese (ουσ αρσ )
tornietto (ουσ αρσ )
tornio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---