Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tornàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [torˈnata]

1 σύνοδος
2 υστερόγραφο σε ποίημα ή διατριβή
3 κατακλείδα
4 συνεδρίαση
5 συγκέντρωση
6 συνέλευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tornasole torneare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tornado (ουσ αρσ )
tornante (ουσ αρσ )
tornare (ρ.αμτβ.)
tornare (ρ. μτβ.)
tornasole (ουσ αρσ )
tornata (θηλ.ουσ)
torneare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tornella (θηλ.ουσ)
tornello (ουσ αρσ )
torneo (ουσ αρσ )
tornese (ουσ αρσ )
tornietto (ουσ αρσ )
tornio (ουσ αρσ )
tornire (ρ. μτβ.)
tornito (επίθ.)
tornitore (ουσ αρσ )
tornitura (θηλ.ουσ)
torno (ουσ αρσ )
toro (ουσ αρσ )
toroidale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---