ItalianoGreco


tornitùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [torniˈtura]

1 διαμόρφωση
2 διάπλαση
3 απομεινάρια τόρνευσης
4 τόρνευση
5 τόρνεμα
6 επεξεργασία με τόρνο
7 τορνάρισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---