Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtorpidézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [torpiˈdettsa] 1 λήθαργος 2 απάθεια 3 αναισθητοποίηση 4 αδράνεια 5 μούδιασμα 6 νάρκωμα 7 χαύνωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |