Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


torreggiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [torredˈʤare]

1 ανυψώνομαι
2 δεσπόζω
3 πυργώνομαι
4 φτάνω σε κορυφαία ύψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  torreggiante torrente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

torre (θηλ.ουσ)
torrefare (ρ. μτβ.)
torrefatto (επίθ.)
torrefazione (θηλ.ουσ)
torreggiante (αρσ. επίθ και ουσ)
torreggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
torrente (ουσ αρσ )
torrentizio (επίθ.)
torrenziale (επίθ.)
torretta (θηλ.ουσ)
torrido (επίθ.)
torrione (ουσ αρσ )
torrone (ουσ αρσ )
torsiografo (ουσ αρσ )
torsiometro (ουσ αρσ )
torsionale (επίθ.)
torsione (θηλ.ουσ)
torso (ουσ αρσ )
torsolo (ουσ αρσ )
torta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---