ItalianoGreco


torrióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [torˈrjone]

1 ακροπύργιο
2 καταφύγιο ορειβατικό
3 οχυρωμένος πύργος φρουρίου
4 ακρόπυργος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---