Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tortèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [torˈtɛllo]

1 λουκουμάς
2 σου (γλυκό)
3 σβίγκος
4 τηγανίτα
5 φριτούρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tortellino torticcio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

torsione (θηλ.ουσ)
torso (ουσ αρσ )
torsolo (ουσ αρσ )
torta (θηλ.ουσ)
tortellino (ουσ αρσ )
tortello (ουσ αρσ )
torticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
tortiera (θηλ.ουσ)
tortiglia (θηλ.ουσ)
tortiglione (ουσ αρσ )
tortile (επίθ.)
tortino (ουσ αρσ )
torto (ουσ αρσ )
torto (επίθ.)
tortora (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
tortrice (θηλ.ουσ)
tortuosamente (επίρ.)
tortuosità (θηλ.ουσ)
tortuoso (επίθ.)
tortura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---