Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tortuosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tortuoziˈta]

1 υπουλότητα
2 στρυφνότητα
3 παραπλανητικότητα
4 χρήση πλάγιων μεθόδων
5 πανουργία
6 κάμψη
7 συστροφή
8 μπλέξιμο
9 απατηλότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tortuosamente tortuoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

torto (ουσ αρσ )
torto (επίθ.)
tortora (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
tortrice (θηλ.ουσ)
tortuosamente (επίρ.)
tortuosità (θηλ.ουσ)
tortuoso (επίθ.)
tortura (θηλ.ουσ)
torturare (ρ. μτβ.)
torturarsi (ρ.μ. (αντων.))
torvamente (επίρ.)
torvo (επίθ.)
tosa (θηλ.ουσ)
tosaerba (ουσ αρσ )
tosare (ρ. μτβ.)
tosasiepi (ουσ αρσ )
tosatore (αρσ. επίθ και ουσ)
tosatrice (θηλ.ουσ)
tosatura (θηλ.ουσ)
toscana (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---