Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtòrrido
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔrrido] 1 φλογερός 2 βραστός 3 ζεματιστός 4 καυτός 5 διακεκαυμένος 6 τσουρουφλιστός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |