ItalianoGreco


torreggiànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [torredˈʤante]

1 τετράψηλος
2 πανύψηλος
3 επιβλητικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---