Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


torràzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [torˈrattso]

πύργος ουρανοξύστης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  torr torre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

torpidamente (επίρ.)
torpidezza (θηλ.ουσ)
torpido (επίθ.)
torpore (ουσ αρσ )
torr (ουσ αρσ )
torrazzo (ουσ αρσ )
torre (θηλ.ουσ)
torrefare (ρ. μτβ.)
torrefatto (επίθ.)
torrefazione (θηλ.ουσ)
torreggiante (αρσ. επίθ και ουσ)
torreggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
torrente (ουσ αρσ )
torrentizio (επίθ.)
torrenziale (επίθ.)
torretta (θηλ.ουσ)
torrido (επίθ.)
torrione (ουσ αρσ )
torrone (ουσ αρσ )
torsiografo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---