Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtòrr
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔrr] 1 μονάδα μέτρησης πίεσης (1 torr 2 1 mm Hg) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |