torpóre
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [torˈpore]
1 μούδιασμα
2 λήθαργος
3 χαύνωση
4 αιμωδίαση (μούδιασμα)
5 αιμωδία
6 απονάρκωση
7 νάρκη
8 αδράνεια
9 νωθρότητα
10 απάθεια
11 αναισθητοποίηση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [torˈpore]
1 μούδιασμα
2 λήθαργος
3 χαύνωση
4 αιμωδίαση (μούδιασμα)
5 αιμωδία
6 απονάρκωση
7 νάρκη
8 αδράνεια
9 νωθρότητα
10 απάθεια
11 αναισθητοποίηση
permalink
torpore (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android