Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


torpèdine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [torˈpɛdine]

1 ψάρι με ηλεκτρισμό γένους Torpedo
2 νάρκη (ψάρι)
3 μουδιάστρα (ψάρι)
4 τορπίλη
5 τορπίλα
6 υποβρύχια νάρκη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  toron torpediniera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

torno (ουσ αρσ )
toro (ουσ αρσ )
toroidale (επίθ.)
toroide (θηλ.ουσ)
toron (ουσ αρσ )
torpedine (θηλ.ουσ)
torpediniera (θηλ.ουσ)
torpedo (θηλ.ουσ)
torpedone (ουσ αρσ )
torpidamente (επίρ.)
torpidezza (θηλ.ουσ)
torpido (επίθ.)
torpore (ουσ αρσ )
torr (ουσ αρσ )
torrazzo (ουσ αρσ )
torre (θηλ.ουσ)
torrefare (ρ. μτβ.)
torrefatto (επίθ.)
torrefazione (θηλ.ουσ)
torreggiante (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---