Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tornìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [torˈnito]

1 επεξεργασμένος
2 τορνιρισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tornire tornitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

torneo (ουσ αρσ )
tornese (ουσ αρσ )
tornietto (ουσ αρσ )
tornio (ουσ αρσ )
tornire (ρ. μτβ.)
tornito (επίθ.)
tornitore (ουσ αρσ )
tornitura (θηλ.ουσ)
torno (ουσ αρσ )
toro (ουσ αρσ )
toroidale (επίθ.)
toroide (θηλ.ουσ)
toron (ουσ αρσ )
torpedine (θηλ.ουσ)
torpediniera (θηλ.ουσ)
torpedo (θηλ.ουσ)
torpedone (ουσ αρσ )
torpidamente (επίρ.)
torpidezza (θηλ.ουσ)
torpido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---