Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tornasóle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tornaˈsole]

βαφή ηλιοτροπίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tornare tornata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tornaconto (ουσ αρσ )
tornado (ουσ αρσ )
tornante (ουσ αρσ )
tornare (ρ.αμτβ.)
tornare (ρ. μτβ.)
tornasole (ουσ αρσ )
tornata (θηλ.ουσ)
torneare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tornella (θηλ.ουσ)
tornello (ουσ αρσ )
torneo (ουσ αρσ )
tornese (ουσ αρσ )
tornietto (ουσ αρσ )
tornio (ουσ αρσ )
tornire (ρ. μτβ.)
tornito (επίθ.)
tornitore (ουσ αρσ )
tornitura (θηλ.ουσ)
torno (ουσ αρσ )
toro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---