ItalianoGreco


tormentàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [tormenˈtato]

1 ανάστατος
2 αναστατωμένος
3 ανήσυχος
4 βασανισμένος
5 τυραννισμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---