Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


torèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [toˈrɛllo]

1 μοσχάρι
2 νεαρός ταύρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  toreare torero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

torcitura (θηλ.ουσ)
torcoliere (ουσ αρσ )
tordela (θηλ.ουσ)
tordo (ουσ αρσ )
toreare (ρ.αμτβ.)
torello (ουσ αρσ )
torero (ουσ αρσ )
toreutica (θηλ.ουσ)
torico (επίθ.)
torinese (ουσ αρσ )
torinese (επίθ.)
Torino (θηλ.ουσ)
torio (ουσ αρσ )
torite (θηλ.ουσ)
torma (θηλ.ουσ)
tormalina (θηλ.ουσ)
tormenta (θηλ.ουσ)
tormentare (ρ. μτβ.)
tormentarsi (ρ.μ. (αντων.))
tormentato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---