Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtòrcia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔrʧa] (pila) ο φακός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαtorcia [θηλ.] elettrica = η ηλεκτρική στήλη Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |