Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tòrcia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔrʧa]

(pila) ο φακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  torchio torcicollo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


torcia [θηλ.] elettrica = η ηλεκτρική στήλη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

torcetto (ουσ αρσ )
torchiare (ρ. μτβ.)
torchiatura (θηλ.ουσ)
torchietto (ουσ αρσ )
torchio (ουσ αρσ )
torcia (θηλ.ουσ)
torcicollo (ουσ αρσ )
torciera (θηλ.ουσ)
torciere (ουσ αρσ )
torciglione (ουσ αρσ )
torcimento (ουσ αρσ )
torcitoio (ουσ αρσ )
torcitore (αρσ. επίθ και ουσ)
torcitrice (θηλ.ουσ)
torcitura (θηλ.ουσ)
torcoliere (ουσ αρσ )
tordela (θηλ.ουσ)
tordo (ουσ αρσ )
toreare (ρ.αμτβ.)
torello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---