Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tòrcere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔrʧere]

1 γυρίζω επιτόπου
2 στρέφω
3 κάνω στροφή

tòrcere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔrʧere]

στρίβω

torcersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔrʧersi]

1 κουλουριάζομαι
2 συσπώμαι
3 συστρέφομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  torcente torcetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

torbidezza (θηλ.ουσ)
torbido (επίθ.)
torbiera (θηλ.ουσ)
torboso (επίθ.)
torcente (επίθ.)
torcere (ρ.αμτβ.)
torcere (ρ. μτβ.)
torcersi (ρ.μ. (αντων.))
torcetto (ουσ αρσ )
torchiare (ρ. μτβ.)
torchiatura (θηλ.ουσ)
torchietto (ουσ αρσ )
torchio (ουσ αρσ )
torcia (θηλ.ουσ)
torcicollo (ουσ αρσ )
torciera (θηλ.ουσ)
torciere (ουσ αρσ )
torciglione (ουσ αρσ )
torcimento (ουσ αρσ )
torcitoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---