Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


topàzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [toˈpattsjo]

το τοπάζι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  topaia topiario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tonsurare (ρ. μτβ.)
tonsurato (αρσ. επίθ και ουσ)
tonto (ουσ αρσ )
tonto (επίθ.)
topaia (θηλ.ουσ)
topazio (ουσ αρσ )
topiario (επίθ.)
topica (θηλ.ουσ)
topicida (ουσ αρσ )
topico (αρσ. επίθ και ουσ)
topinambur (ουσ αρσ )
topino (ουσ αρσ )
topless (ουσ αρσ )
topo (ουσ αρσ )
topografia (θηλ.ουσ)
topografico (επίθ.)
topografo (ουσ αρσ )
topolino (ουσ αρσ και θηλ.)
topologia (θηλ.ουσ)
topologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---