Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tòpico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔpiko]

1 εφαρμοζόμενος τοπικά
2 τοπικός
3 αποτελούμενος από θέματα ή επιχειρήματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  topicida topinambur  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

topaia (θηλ.ουσ)
topazio (ουσ αρσ )
topiario (επίθ.)
topica (θηλ.ουσ)
topicida (ουσ αρσ )
topico (αρσ. επίθ και ουσ)
topinambur (ουσ αρσ )
topino (ουσ αρσ )
topless (ουσ αρσ )
topo (ουσ αρσ )
topografia (θηλ.ουσ)
topografico (επίθ.)
topografo (ουσ αρσ )
topolino (ουσ αρσ και θηλ.)
topologia (θηλ.ουσ)
topologico (επίθ.)
toponimia (θηλ.ουσ)
toponimico (αρσ. επίθ και ουσ)
toponimo (ουσ αρσ )
toponomastica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---