Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tonòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [toˈnɔmetro]

όργανο καθορισμού ή μέτρησης τόνου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tonometria tonsilla  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tonnetto (ουσ αρσ )
tonnina (θηλ.ουσ)
tonno (ουσ αρσ )
tono (ουσ αρσ )
tonometria (θηλ.ουσ)
tonometro (ουσ αρσ )
tonsilla (θηλ.ουσ)
tonsillare (επίθ.)
tonsillectomia (θηλ.ουσ)
tonsillite (θηλ.ουσ)
tonsillotomia (θηλ.ουσ)
tonsillotomo (ουσ αρσ )
tonsura (θηλ.ουσ)
tonsurare (ρ. μτβ.)
tonsurato (αρσ. επίθ και ουσ)
tonto (ουσ αρσ )
tonto (επίθ.)
topaia (θηλ.ουσ)
topazio (ουσ αρσ )
topiario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---