ItalianoGreco


tonneggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [tonnedˈʤare]

1 ρυμουλκώ (πλοίο)
2 σέρνω πλοίο από ειδική άγκυρα

tonneggiàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [tonnedˈʤarsi]

1 ρυμουλκούμαι (για πλοίο)
2 σύρομαι με ειδική άγκυρα (για πλοίο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---