Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tonificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [tonifiˈkare]

1 δυναμώνω
2 ζωογονώ
3 στυλώνω
4 διεγείρω
5 τονώνω
6 αναζωογονώ
7 αναπτερώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tonificante tonnara  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tonica (θηλ.ουσ)
tonicità (θηλ.ουσ)
tonico (ουσ αρσ )
tonico (επίθ.)
tonificante (αρσ. επίθ και ουσ)
tonificare (ρ. μτβ.)
tonnara (θηλ.ουσ)
tonnato (επίθ.)
tonneggiare (ρ. μτβ.)
tonneggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
tonneggio (ουσ αρσ )
tonnellaggio (ουσ αρσ )
tonnellata (θηλ.ουσ)
tonnetto (ουσ αρσ )
tonnina (θηλ.ουσ)
tonno (ουσ αρσ )
tono (ουσ αρσ )
tonometria (θηλ.ουσ)
tonometro (ουσ αρσ )
tonsilla (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---