ItalianoGreco


tónfo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtonfo]

1 κοχλασμός
2 βοή
3 πλατάγισμα
4 γδούπος
5 παφλασμός
6 πάφλασμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---