Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tónfano  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tonˈfano]

λιμνούλα (σε ποτάμι)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tondo tonfete  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tondello (ουσ αρσ )
tondezza (θηλ.ουσ)
tondino (ουσ αρσ )
tondo (ουσ αρσ )
tondo (επίθ.)
tonfano (ουσ αρσ )
tonfete (ονοματ.)
tonfo (ουσ αρσ )
toni (ουσ αρσ )
tonica (θηλ.ουσ)
tonicità (θηλ.ουσ)
tonico (ουσ αρσ )
tonico (επίθ.)
tonificante (αρσ. επίθ και ουσ)
tonificare (ρ. μτβ.)
tonnara (θηλ.ουσ)
tonnato (επίθ.)
tonneggiare (ρ. μτβ.)
tonneggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
tonneggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---