Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtóndo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtondo] 1 τυπογραφικός χαρακτήρας τύπου Roman 2 ανάγλυφο μετάλλιο 3 στρογγυλός πίνακας 4 κύκλος 5 πιάτο 6 πιατάκι tóndo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈtondo] στρογγυλός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαchiaro e tondo = καθαρά και ξάστερα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |