Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tocoferòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tokofeˈrɔlo]

1 αντιστειρωτική βιταμίνη
2 βιταμίνη Ε
3 τοκοφερόλη C29H50O2


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tocco tocologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

toccatina (θηλ.ουσ)
toccato (επίθ.)
toccatutto (ουσ αρσ και θηλ.)
tocco (ουσ αρσ )
tocco (επίθ.)
tocoferolo (ουσ αρσ )
tocologia (θηλ.ουσ)
tofo (ουσ αρσ )
toga (θηλ.ουσ)
togato (αρσ. επίθ και ουσ)
togliere (ρ. μτβ.)
togliersi (ρ.μ. (αντων.))
toilette (θηλ.ουσ)
Tokio (κύρ.όν. θηλ.)
tolda (θηλ.ουσ)
tolemaico (επίθ.)
toletta (θηλ.ουσ)
tolettatura (θηλ.ουσ)
tollerabile (επίθ.)
tollerabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---