ItalianoGreco


tócco, tòcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtokko], [ˈtɔkko]

1 άγγιγμα
2 ακούμπημα
3 χτύπημα
4 μία η ώρα (μεσημέρι)
5 χτύπημα καμπάνας λυπητερό
6 μεγάλο κομμάτι
7 τόκα (ακαδημαὶκού)
8 πηλήκιο
9 καπελάκι γυναικείο χωρίς γείσο
10 χοντρό τεμάχιο
11 κομμάτι

tócco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtokko]

1 τρελούτσικος
2 ελαφρά διανοητικά διαταραγμένος
3 μισότρελος
4 λοξός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---