Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


titubànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tituˈbante]

1 αναποφάσιστος
2 άβουλος
3 άτολμος
4 διστακτικός
5 αμφιταλαντευόμενος
6 αμφίρροπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  titolone titubanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

titolazione (θηλ.ουσ)
titoletto (ουσ αρσ )
titolista (ουσ αρσ και θηλ.)
titolo (ουσ αρσ )
titolone (ουσ αρσ )
titubante (επίθ.)
titubanza (θηλ.ουσ)
titubare (ρ.αμτβ.)
tixotropia (θηλ.ουσ)
tizianesco (επίθ.)
tiziano (επίθ.)
tizio (ουσ αρσ )
tizzo (ουσ αρσ )
tizzone (ουσ αρσ )
tmesi (θηλ.ουσ)
to' (επιφ.)
toast (ουσ αρσ )
toboga (ουσ αρσ )
tocai (ουσ αρσ )
tocca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---