Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtìtolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtitolo] ο τίτλος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαtitoli [αρσ. πλυθ.] di stato = τα ομόλογα του δημοσίου || titolo [αρσ.] di credito = ο πιστωτικός τίτλος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |