Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


titolétto
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [titoˈletto]

τίτλος κεφαλαίου σε κάθε σελίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  titolazione titolista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

titolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
titolato (ουσ αρσ )
titolato (επίθ.)
titolatrice (θηλ.ουσ)
titolazione (θηλ.ουσ)
titoletto (ουσ αρσ )
titolista (ουσ αρσ και θηλ.)
titolo (ουσ αρσ )
titolone (ουσ αρσ )
titubante (επίθ.)
titubanza (θηλ.ουσ)
titubare (ρ.αμτβ.)
tixotropia (θηλ.ουσ)
tizianesco (επίθ.)
tiziano (επίθ.)
tizio (ουσ αρσ )
tizzo (ουσ αρσ )
tizzone (ουσ αρσ )
tmesi (θηλ.ουσ)
to' (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---