Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Tiròlo
κύριο όνομα αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tiˈrɔlo]

Τυρόλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tirolese tirosina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tiroidina (θηλ.ουσ)
tiroidismo (ουσ αρσ )
tiroidite (θηλ.ουσ)
tirolese (ουσ αρσ και θηλ.)
tirolese (επίθ.)
Tirolo (κύρ.όν. αρσ.)
tirosina (θηλ.ουσ)
tiroxina (θηλ.ουσ)
tirrenico (επίθ.)
tirreno (αρσ. επίθ και ουσ)
tirso (ουσ αρσ )
tirteo (ουσ αρσ )
tisana (θηλ.ουσ)
Tisbe (κύρ.όν. θηλ.)
tisi (θηλ.ουσ)
tisichezza (θηλ.ουσ)
tisico (αρσ. επίθ και ουσ)
tisiologia (θηλ.ουσ)
tisiologo (ουσ αρσ )
tissulare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---