Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtirasségno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,tirasˈsegno] 1 σκοπευτήριο 2 σκοποβολή 3 εξάσκηση σε σκοποβολή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |