Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tiràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [tiˈrare]

1 τείνω
2 παρακολουθώ
3 σκοπεύω
4 κλίνω
5 φέρνω (μοιάζω)
6 μοιάζω
7 ρέπω
8 στοχεύω
9 φυσώ
10 τραβώ (για ζώο)
11 τραβώ (για καπνοδόχο)
12 είμαι σφιχτός (για ρούχο)
13 έχω ακτίνα δράσης ή όρασης
14 εκτείνομαι
15 πυροβολώ

tiràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [tiˈrare]

1 τραβώ
2 (lanciare) πετώ

tirarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [tiˈrarsi]

1 σέρνομαι
2 μπαίνω
3 τραβιέμαι
4 αποτραβιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tirapugni tirassegno  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tira vento = φυσάει || tirare a indovinare = το πέτυχα στην τύχη, μαντεύω στην τύχη || tirare a sorte = τραβώ στην τύχη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tirante (αρσ. επίθ και ουσ)
tirapiedi (ουσ αρσ )
tirapranzi (ουσ αρσ )
tiraprove (ουσ αρσ και θηλ.)
tirapugni (ουσ αρσ )
tirare (ρ.αμτβ.)
tirare (ρ. μτβ.)
tirarsi (ρ.μ. (αντων.))
tirassegno (ουσ αρσ )
tirastivali (ουσ αρσ )
tirata (θηλ.ουσ)
tirato (επίθ.)
tiratoio (ουσ αρσ )
tiratore (ουσ αρσ )
tiratura (θηλ.ουσ)
tiravolista (ουσ αρσ και θηλ.)
tirchieria (θηλ.ουσ)
tirchio (ουσ αρσ )
tirchio (επίθ.)
tirella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---