Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tirapùgni  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,tiraˈpuɲɲi]

άρθρωση χεριού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tiraprove tirare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tirannosauro (ουσ αρσ )
tirante (αρσ. επίθ και ουσ)
tirapiedi (ουσ αρσ )
tirapranzi (ουσ αρσ )
tiraprove (ουσ αρσ και θηλ.)
tirapugni (ουσ αρσ )
tirare (ρ.αμτβ.)
tirare (ρ. μτβ.)
tirarsi (ρ.μ. (αντων.))
tirassegno (ουσ αρσ )
tirastivali (ουσ αρσ )
tirata (θηλ.ουσ)
tirato (επίθ.)
tiratoio (ουσ αρσ )
tiratore (ουσ αρσ )
tiratura (θηλ.ουσ)
tiravolista (ουσ αρσ και θηλ.)
tirchieria (θηλ.ουσ)
tirchio (ουσ αρσ )
tirchio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---