Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tirànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [tiˈrante]

1 συνδετικός αξονίσκος
2 ξύλο ή σίδερο ή κάβος τραβήγματος βάρκας ή κάτι άλλου πλωτού μέσου
3 το κύριο δοκάρι του καβαλέτου
4 μπράτσο συνένωσης
5 τράβηγμα καπνοδόχου
6 γλώσσα παπουτσιού
7 συνδετική ράβδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tirannosauro tirapiedi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tirannico (επίθ.)
tirannide (θηλ.ουσ)
tiranno (ουσ αρσ )
tiranno (επίθ.)
tirannosauro (ουσ αρσ )
tirante (αρσ. επίθ και ουσ)
tirapiedi (ουσ αρσ )
tirapranzi (ουσ αρσ )
tiraprove (ουσ αρσ και θηλ.)
tirapugni (ουσ αρσ )
tirare (ρ.αμτβ.)
tirare (ρ. μτβ.)
tirarsi (ρ.μ. (αντων.))
tirassegno (ουσ αρσ )
tirastivali (ουσ αρσ )
tirata (θηλ.ουσ)
tirato (επίθ.)
tiratoio (ουσ αρσ )
tiratore (ουσ αρσ )
tiratura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---