Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tirànnide  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tiˈrannide]

1 απολυταρχία
2 ολοκληρωτισμός
3 τυραννίδα
4 δικτατορία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tirannico tiranno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tirannicamente (επίρ.)
tirannicida (ουσ αρσ και θηλ.)
tirannicida (επίθ.)
tirannicidio (ουσ αρσ )
tirannico (επίθ.)
tirannide (θηλ.ουσ)
tiranno (ουσ αρσ )
tiranno (επίθ.)
tirannosauro (ουσ αρσ )
tirante (αρσ. επίθ και ουσ)
tirapiedi (ουσ αρσ )
tirapranzi (ουσ αρσ )
tiraprove (ουσ αρσ και θηλ.)
tirapugni (ουσ αρσ )
tirare (ρ.αμτβ.)
tirare (ρ. μτβ.)
tirarsi (ρ.μ. (αντων.))
tirassegno (ουσ αρσ )
tirastivali (ουσ αρσ )
tirata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---