Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tìrchio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtirkjo]

1 καρμίρης
2 σφιχτοχέρης
3 τσιγκούνης άνθρωπος
4 ακριβοχέρης
5 δραχμοφονιάς
6 εξηνταβελόνης

tìrchio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtirkjo]

τσιγγούνης (-α, -ικο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tirchieria tirella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tiratoio (ουσ αρσ )
tiratore (ουσ αρσ )
tiratura (θηλ.ουσ)
tiravolista (ουσ αρσ και θηλ.)
tirchieria (θηλ.ουσ)
tirchio (ουσ αρσ )
tirchio (επίθ.)
tirella (θηλ.ουσ)
tiremmolla (ουσ αρσ )
tireotossico (επίθ.)
tireotossicosi (θηλ.ουσ)
Tiresia (κύρ.όν. αρσ.)
tiretto (ουσ αρσ )
tiristore (ουσ αρσ )
tiritera (θηλ.ουσ)
tiro (ουσ αρσ )
tirocinante (ουσ αρσ και θηλ.)
tirocinante (επίθ.)
tirocinio (ουσ αρσ )
tiroide (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---